- απεγνωσμένος
- -η, -ο (AM ἀπεγνωσμένος, -η, -ον)μτχ. παθ. πρκμ. του απογιγνώσκω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απεγνωσμένος — η, ο επίρρ. α απελπισμένος, αυτός που γίνεται στην απόγνωση: Ο δικηγόρος του έκανε απεγνωσμένη προσπάθεια να τον σώσει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπεγνωσμένος — ἀπογιγνώσκω depart from a judgement perf part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
неначаѥмыи — (12) пр. 1.Неожиданный, внезапный: великаго призъваховѣ ѳеѡдора. ˫ако да тъ неначѧѥмы˫а бѣды измѣть. и коньць сп҃сению подасть. (ἀπροόπτου) ЖФСт XII, 151; ни неначаѥмыми же стр(с)тьми ѹмъ мѧтетьсѧ. КР 1284, 195г; приѡбретенье приими неначаему… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
απογιγνώσκω — ἀπογιγνώσκω κ. απογινώσκω (Α) (νεοελλ., σε χρήση μόνο η μτχ. πρκμ. απεγνωσμένος, η, ο απελπισμένος, χωρίς ελπίδα επιτυχίας) βρίσκομαι σε απελπιστική θέση για κάτι αρχ. 1. παραιτούμαι από ένα σχέδιο, εγκαταλείπω τον σκοπό μου να πράξω κάτι 2.… … Dictionary of Greek
απονοούμαι — ἀπονοοῡμαι ( έομαι) (Α) 1. χάνω τον νου μου, δεν μπορώ να σκεφτώ 2. βρίσκομαι σε απόγνωση, σε απελπισία II. η μετοχή πρκμ. απονενοημένος, η, ο (αρχ. μσν., ος, ον) απεγνωσμένος, απελπισμένος αρχ. πρόστυχος, αισχρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο* + νοούμαι,… … Dictionary of Greek
ψυχομαχία — ἡ, Α [ψυχομαχῶ] απεγνωσμένος αγώνας … Dictionary of Greek